- σιδερόξυλο
- το, Ν1. βοτ. κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά στο εμπόριο 24 τουλάχιστον είδη δένδρων και θάμνων2. το ξύλο τών δένδρων αυτών, που είναι πολύ σκληρό και βαρύ και σε ορισμένες περιπτώσεις βαρύτερο από το νερό3. (κατ' επέκτ.) κάθε ξύλο εξαιρετικής σκληρότητας.
Dictionary of Greek. 2013.